τραχηλοδεσμότας

τραχηλοδεσμότας
τραχηλοδεσμότᾱς , τραχηλοδεσμότης
chaining the neck
masc acc pl
τραχηλοδεσμότᾱς , τραχηλοδεσμότης
chaining the neck
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τραχηλοδεσμότης — ὁ, Α αυτός που δεσμεύει τον τράχηλο («τραχηλοδεσμότας κλοιούς», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + δεσμός + κατάλ. της*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”